- συρτά
- συρτόςsweptneut nom/voc/acc plσυρτά̱ , συρτόςsweptfem nom/voc/acc dualσυρτά̱ , συρτόςsweptfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρτά — επίρρ. τροπ. 1. έρποντας: Προχώρησε συρτάως το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου. 2. σέρνοντας, τραβηχτά: Βγαίνει συρτά αυτό το εξάρτημα της μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρτά — Ν επίρρ. βλ. συρτός … Dictionary of Greek
άγδην — ἄγδην επίρρ. (Α) συρτά, σβαρνιστά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀγ (τού ρ. ἄγω) + παραγ. κατάλ. –δην] … Dictionary of Greek
εισμάσσομαι — εἰσμάσσομαι (Α) 1. εμβάλλω συρτά 2. ψηλαφώ … Dictionary of Greek
ελκηδόν — ἑλκηδόν (Α) επίρρ. συρτά, τραβηχτά … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek
χλιμιντρίζω — ΝΜ, και χλιμιτρίζω και χιλιμιντρίζω και χλιμίζω Ν (για άλογο) χρεμετίζω (α. «τα άλογα χλιμίντρισαν» β. «αἱ φάραι ἐχλιμίτριζον καὶ τὰ συρτὰ ὁμοίως», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. τ. τού αρχ. ρ. χρεμετίζω] … Dictionary of Greek
sertaferta — SÉRTA FÉRTA adv. (Grecism înv.) De colo până colo, încoace şi încolo, fără rost. – Din ngr. sírta férta. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 sérta férta adv. Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic sérta férta adv.… … Dicționar Român
σέρνω — έσυρα, σύρθηκα, συρμένος 1. έλκω, τραβώ: Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι. 2. μετακινώ κάτι συρτά πάνω στο έδαφος: Σέρνει τα πόδια του από την κούραση. – Σύρθηκε στο χώμα με την κοιλιά του. 3. μτφ., κακολογώ, εξυβρίζω: Νομίζει πως είναι φίλος του, αλλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)